- πουλοκυνηγός
- και πουλλοκυνηγός, ο, ΝΜκυνηγός πουλιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < πουλί / πουλλί + κυνηγός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πουλλοκυνηγός — ο, ΝΜ βλ. πουλοκυνηγός … Dictionary of Greek
πουλολόγος — Μεσαιωνικό ποίημα του 14ου αι., γραμμένο στη δημοτική γλώσσα. Αποτελείται από 650 πολιτικούς στίχους. Ίσως το ποίημα γράφτηκε σε κάποια χώρα, της οποίας οι κάτοικοι εξοικειώθηκαν με τα φραγκικά ήθη. Ο τίτλος του ποιήματος οφείλεται στο… … Dictionary of Greek
πουλοπιάστης — και πουλλοπιάστης, ο, ΝΜ 1. ο πουλοκυνηγός 2. παροιμ. «πουλοπιάστης και ψαράς, έρημο το σπίτι τους» λέγεται για να δηλώσει ότι το επάγγελμα τού κυνηγού, καθώς και τού ψαρά, αποδίδει ελάχιστα και δεν είναι ασφαλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουλί / πουλλί +… … Dictionary of Greek